- σαρδαναπαλικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Σαρδανάπαλο2. μτφ. αυτός που επιδίδεται στην τρυφηλή ζωή, στον έκλυτο βίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδανάπαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.